ἄσημ'

ἄσημ'
ἄσημα , ἄσημος
without mark
neut nom/voc/acc pl
ἄσημε , ἄσημος
without mark
masc/fem voc sg
ἄσημαι , ἀσάομαι
glut oneself
pres ind pass 1st sg
ἄ̱σημαι , ἀσάομαι
glut oneself
perf ind pass 1st sg (attic doric ionic aeolic)
ἄσημι , ἀσάω
glut oneself
pres ind act 1st sg
ἄσημαι , ἀσάω
glut oneself
pres ind mp 1st sg
ἄ̱σημαι , ἀσάω
glut oneself
perf ind mp 1st sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… …   Dictionary of Greek

  • κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • παραδεισένιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. αυτός που μοιάζει με παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • πλατινένιος — α, ο, Ν 1. ο κατασκευασμένος από πλατίνα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής πλατίνας («πλατινένια μαλλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατίνα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • φανελένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”