ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] … Dictionary of Greek
καμουχένιος — α, ο (Μ καμουχένιος και καμουχένος και καμουκένιος, α, ο) 1. κατασκευασμένος από καμουχά*. από βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα 2. το ουδ. ως ουσ. το καμουχένιο το βαρύτιμο μεταξωτό ύφασμα καμουχάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμουχάς + κατάλ. ένιος, δηλωτική τής… … Dictionary of Greek
κοντυλένιος — και κονδυλένιος, α, ο 1. αυτός που μοιάζει σαν να είναι ζωγραφισμένος με κοντύλι 2. χαριτωμένος, λεπτός, λεπτοκαμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντύλι + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος, μολυβ ένιος)] … Dictionary of Greek
παραδεισένιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παράδεισο 2. αυτός που μοιάζει με παράδεισο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] … Dictionary of Greek
πλατινένιος — α, ο, Ν 1. ο κατασκευασμένος από πλατίνα 2. αυτός που έχει το χρώμα τής πλατίνας («πλατινένια μαλλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατίνα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] … Dictionary of Greek
φανελένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από φανέλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανέλα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ασημ ένιος)] … Dictionary of Greek